- συχνῶς
- συχνόςlongadverbial
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συχνώς — ΜΑ βλ. συχνός … Dictionary of Greek
εκτήκω — ἐκτήκω (AM) 1. λειώνω εντελώς, διαλύω, καταστρέφω 2. μτφ. εξαντλώ, φθείρω 3. παθ. φθείρομαι, καταστρέφομαι σιγά σιγά αρχ. παθ. 1. λειώνω και χύνομαι σιγά σιγά («λεπτὸν συχνῶς αἷμα ἐκτηκόμενον», Ιππ.) 2. (το ουδ. τής μτχ. παθ. παρακμ. ως ουσ.) τὸ… … Dictionary of Greek
συχνός — ή, ό / συχνός, ή, όν, ΝΜΑ, και ιδιωμ. τ. συχνιός, ά, ό, Ν 1. αυτός που γίνεται ανά τακτά χρονικά διαστήματα, αυτός που επαναλαμβάνεται πολλές φορές, αλλεπάλληλος (α. «μάς κάνει συχνές επισκέψεις τον τελευταίο καιρό» β. «μάλα γε συχνὸν εἶδος»,… … Dictionary of Greek